- σώφρονας
- σώφρωνof sound mindmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σώφρονας — ο / σώφρων, ὁ, ἡ, ΝΜΑ, θηλ. σώφρων Ν, και σαόφρων Α 1. (για πρόσ.) συνετός, μυαλωμένος (α. «μετριοπαθής και σώφρωνας πολιτικός» β. «ὅστις σώφρον ἔθηκε τὸν ἄφρονα», Θέογν. γ. «οὐκ ἄν με σαόφρονα μυθήσαιο ἔμμεναι», Ομ. Ιλ.) 2. (για λόγους,… … Dictionary of Greek
σώφρονας — ο 1. που έχει σώα τα φρένα του, φρόνιμος, γνωστικός, μυαλωμένος. 2. σεμνός, κόσμιος, μετρημένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σώφρονας — Σώφρων of sound mind masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύγελως — ὁ, ἡ, Α αυτός που γελά πολύ («σώφρονας... ἐκ πολυγέλων καὶ λάλων κατασκευάσαντες», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γέλως (πρβλ. φιλό γελως)] … Dictionary of Greek
πολύφρων — Αδελφός του τύραννου των Φερών Ιάσονα. Το 369 π.Χ. εκθρόνισε τον αδελφό του Πολύδωρο από την Ταγεία της Θεσσαλίας και την τυραννία των Φερών και έγινε ο ίδιος τύραννος. Κατόπιν, έδιωξε τους ευγενείς από τη Λάρισα και ορισμένους από αυτούς… … Dictionary of Greek
συσσωφρονώ — και συνσωφρονῶ, έω, Α [σωφρονώ] είμαι σώφρονας και εγώ μαζί με άλλον, φέρομαι και εγώ με φρόνηση («συνσωφρονεῑν σοι βούλομ ἀλλ οὐ συννοσεῑν», Ευρ.) … Dictionary of Greek
σωφρονίτης — ο, Ν ο σωφρονιστήρας, ο φρονιμίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σώφρονας + κατάλ. ίτης (πρβλ. φρονιμ ίτης)] … Dictionary of Greek
σωφρονώ — έω, ΝΜΑ, και σαοφρονῶ Α [σώφρων, ονος] είμαι σώφρονας, είμαι στα λογικά μου (α. «εφόσον ζω και αναπνέω και σωφρονώ», Παπαδ. β. «καὶ θεωροῡσι τὸν δαιμονιζόμενον καθήμενον ἱματισμένον καὶ σωφρονοῡντα», ΚΔ. γ. «ἤν δ ἁμάρτω, φάναι Πέρσαι τι λέγειν… … Dictionary of Greek
σωφρόνως — ΝΜΑ επίρρ. βλ. σώφρονας … Dictionary of Greek
σωφρόσυνος — ύνη, ον, Α [σωφροσύνη] σώφρονας … Dictionary of Greek